- τηλέχθων
- τηλέχθων, ονος, ὁ, ἡ,A far-away,
γαῖα Opp.H.4.336
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαῖα Opp.H.4.336
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τηλέχθων — ονος, ὁ, ἡ, Α (για τόπο) πολύ μακρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + χθων (< χθών, χθονός «γη»), πρβλ. μεσό χθων) … Dictionary of Greek
τηλέχθονα — τηλέχθων far away masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek